ὀφιόδειρος

ὀφιόδειρος
ὀφῐό-δειρος, ον,
A serpent-throated, Orac. ap. Arist.Mir.832a21.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οφιόδειρος — ὀφιόδειρος, ον (Α) αυτός που έχει λαιμό φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + δειρή «τράχηλος, λαιμός»] …   Dictionary of Greek

  • ὀφιοδείρους — ὀφιόδειρος serpent throated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”